«Τώρα η πρωταθλήτρια Κύπρου θα έμπαινε άνετα στα ελληνικά play off!»

Ο Χρήστος Σωτηρακόπουλος θυμάται την επταετία της συμμετοχής των κυπριακών συλλόγων στο πρωτάθλημα Ελλάδας

Όλα τα χρόνια που προηγήθηκαν της προσπάθειας ανατροπής του Μακαρίου μέχρι εκείνο το καλοκαίρι του 1974, είναι μία ιστορία που θα μπορούσε να γραφτεί ακόμα και βιβλίο. Είχε πολιτική, ίντριγκα, δολοπλοκία και ποδόσφαιρο που πάντα μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως μοχλός προώθησης συμφερόντων.

Το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου του 1967 έφερε τον αθλητισμό στη πρώτη γραμμή της επικαιρότητας και ήταν ολοφάνερο πως αποτελούσε προτεραιότητα του νέου καθεστώτος.

Με την τοποθέτηση του Κωνσταντίνου Ασλανίδη ως γενικού γραμματέα Νεότητας και Αθλητισμού, ο κρατικός έλεγχος όχι μόνο ήταν εμφανής αλλά έπαιρνε ως προπαγάνδα και την μορφή χιονοστιβάδας.

Το ίδιο διάστημα άρχισε να παίρνει εκ των πραγμάτων διαστάσεις και η ιδέα της επέκτασης της Ελλάδας διαμέσου της «Ένωσης» με την Κύπρο. Η Μεγαλόνησος βρισκόταν εν μέσω των τριών εγγυητριών δυνάμεων (Αγγλία, Ελλάδα, Τουρκία) και στα χαρτιά τουλάχιστον, σύμφωνα με την συνθήκη της Ζυρίχης, έπρεπε να αποτελεί αποστρατικοποιημένη ζώνη.

Με την αποχώρηση της ελληνικής μεραρχίας από την Κύπρο, την οποία πολύ σοφά είχε τοποθετήσει εκεί η κυβέρνηση του Γεωργίου Παπανδρέου, η χούντα έψαχνε τρόπους να ξαναστέλνει στρατιώτες στο νησί. Η λύση βρέθηκε μέσω του ποδοσφαίρου και έπεσε στο τραπέζι – σύμφωνα με τα πρακτικά συνεδριάσεων του ΓΕΣ – το καλοκαίρι του 1967.

Τα πρακτικά αυτά, που βρήκε και δημοσίευσε μετά την μεταπολίτευση η εφημερίδα ΑΘΗΝΑΪΚΗ το 1975, έκαναν λόγο για την ανάγκη εξεύρεσης τρόπου ώστε με την δικαιολογία παρουσίας κυπριακής ομάδας στο πρωτάθλημα μας, φαντάροι θα είχαν τη δυνατότητα να πάνε ως οπαδοί στην Κύπρο να παρακολουθήσουν αγώνες και τελικά να εγκατασταθούν εκεί, μιας και κανένας δεν θα μπορούσε να ελέγξει πόσοι πήγαν και πόσοι επέστρεψαν. Έτσι, η ελληνική στρατιωτική παρουσία στο νησί θα ήταν εξασφαλισμένη, αφού ακόμη και σε ματς που θα έπαιζαν εκεί ομάδες με μικρό αριθμό οπαδών, όπως ο Βύζας Μεγάρων, ο Ολυμπιακός Χαλκίδας το Αιγάλεω ή ο Φωστήρας θα πήγαιναν από 50 έως 300 στρατιώτες κάθε φορά.

Όταν όμως θα αγωνιζόταν στην Κύπρο, ο Ολυμπιακός ο Παναθηναϊκός η ΑΕΚ  ο ΠΑΟΚ ή ο Άρης θα πήγαιναν πολύ περισσότεροι ακόμα και 1.000 ή 2.000 άτομα

Βέβαια, κατά τα χρόνια εκείνα, η διαφορά δυναμικότητας των «κουμπάρων» από τις ελληνικές ομάδες ήταν χαώδης. Απόδειξη το γεγονός ότι από τους πρωταθλητές Κύπρου που πήραν μέρος στα ελληνικά πρωταθλήματα έως και την τουρκική εισβολή στο νησί το 1974, μόνο ο ΑΠΟΕΛ γλίτωσε τον υποβιβασμό. Αυτό μάλιστα έγινε την τελευταία σεζόν, το 1973-74, και μάλιστα μέσα από μπαράζ με τον Ολυμπιακό Βόλου και τον Πανσερραϊκό. Και η παραμονή του μπέρδεψε λίγο τα πράγματα αλλά είχε αποφασιστεί πως θα παρέμενε και δεν θα ανανεωνόταν β θέση με άνοδο άλλης κυπριακής ομάδας!

Πάντως, ήδη από τον Απρίλιο του 1974, οι Τούρκοι είχαν προσφύγει στη FIFA, ζητώντας την απαγόρευση της συμμετοχής κυπριακών ομάδων στο ελληνικό πρωτάθλημα, «πατώντας» σε σχετικό άρθρο του κανονισμού της παγκόσμιας ομοσπονδίας που απαγόρευε σε ομάδες μίας χώρας να λαμβάνουν μέρος σε πρωτάθλημα άλλης. Όμως, αυτό είχε καταργηθεί στην πράξη πολλά χρόνια πριν από τους Ουαλούς, οι οποίοι μετείχαν στο αγγλικό πρωτάθλημα σε αντίθεση με το εθνικό τους κύπελλο που έδιναν κανονικά το παρών. Έτσι, ο πρόεδρος της FIFA, ο Άγγλος Στάνλει Ράους, είχε απορρίψει με συνοπτικές διαδικασίες το τουρκικό αίτημα. Τελικά, η τραγική ειρωνεία της μοίρας ήταν πως τουρκικός δάκτυλος σταμάτησε την συμμετοχή των Κυπρίων στο πρωτάθλημα μας, με την εισβολή του Αττίλα την 20η Ιουλίου 1974 στο μαρτυρικό νησί.

Αυτό που είχε συμβεί πέντε μέρες νωρίτερα, όταν η χούντα των Αθηνών με την εντολή του «αόρατου δικτάτορα» Δημήτρη Ιωαννίδη, προσπάθησε να δολοφονήσει τον Πρόεδρο της Κύπρου αρχιεπίσκοπο Μακάριο ανοίγοντας ουσιαστικά την κερκόπορτα στην τουρκική ηγεσία να βρει πρόφαση για εισβολή, ήταν η μαχαιριά στην καρδιά για το  νησί!

Επιστρέφοντας στο ποδοσφαιρικό κομμάτι, η πρώτη ομάδα που πήρε το «βάπτισμα του πυρός» ήταν ο Ολυμπιακός Λευκωσίας το 1967-68, ο οποίος αποτελεί σημειωτέον τη μοναδική ομάδα που αγωνίστηκε περισσότερες από μία φορές, αφού επέστρεψε το 1969-70 και το 1971-72. Οι «πρασινόμαυροι» της Λευκωσίας έκαναν, πάντως, την καλύτερη εμφάνισή τους στο ντεμπούτο τους όταν και σημείωσαν 6 νίκες, 11 ισοπαλίες και 17 ήττες. Μάλιστα, ήταν η μοναδική ομάδα που είχε νικήσει δύο φορές εκτός έδρας, εκείνα τα χρόνια. Στις 15 Οκτωβρίου 1967, στην Ελευσίνα, λύγισαν τον Πανελευσινιακό με 3-2 και το 1971-72 στη Ριζούπολη τον Απόλλωνα με 2-0, με συνέπεια να βρεθούν στην κορυφή της βαθμολογίας της 2ης αγωνιστικής, ισόβαθμοι με τον Άρη, αφού είχαν κερδίσει στην πρεμιέρα τα Τρίκαλα στη Λευκωσία. Αρνητικό της παρουσίας τους στο ελληνικό πρωτάθλημα τα 101 τέρματα που δέχτηκαν την περίοδο 1969-70.

Ευτυχώς για αυτόν, η σύγκριση γινόταν με την πλέον αδύναμη ομάδα που έπαιξε εκείνα τα χρόνια στο πρωτάθλημα, την Α.Ε. Λεμεσού. Με τα 125 τέρματα που δέχτηκαν οι «γαλαζοκίτρινοι» έχουν το ακατάρριπτο αρνητικό ρεκόρ! Δεν είχαν κακή ομάδα και με ηγέτη τον Παμπουλή (μετέπειτα παίκτη του Ολυμπιακού) στην αρχή πάλεψαν τα ματς, ωστόσο κάποιοι τραυματισμοί τους άφησαν εκτεθειμένους. Δεν ήταν λίγες οι φορές που δέχτηκαν πέντε, έξι ή ακόμα και επτά τέρματα και μετά τα Χριστούγεννα ουσιαστικά είχαν πετάξει λευκή πετσέτα! Γεγονός είναι πάντως ότι έμειναν στην ιστορία, πέρα από τη χειρότερη άμυνα, και για το ρεκόρ των Παπαδόπουλων. Η ΑΕΛ λοιπόν είχε 10 (σωστά διαβάζετε 10) Παπαδόπουλους, κάποιοι εκ των οποίων ήταν αδέλφια. Στο ματς με τον Πανσερραϊκό, τον Οκτώβριο του 1968, κάποια στιγμή έπαιξαν οι έξι από αυτούς μαζί, κάτι που αποτελεί πανελλήνιο ρεκόρ!

Η ΕΠΑ Λάρνακας, την περίοδο 1970-71, δεν μπόρεσε να ξεφύγει από τον κανόνα και με μόλις τρεις νίκες και τέσσερις ισοπαλίες δεν κατάφερε δεν κατάφερε να παραμείνει στην κατηγορία. Ξεχώρισαν από την ομάδα της ο Τάσος Κωνσταντίνου, που αργότερα έκανε μεγάλη καριέρα στην ΑΕΚ, ο Παύλος Βασιλείου, που είχε περάσει από τον Ολυμπιακό και έκλεισε στη Λάρνακα, την ομάδα από την οποία ξεκίνησε την μεγάλη του καριέρα, και ο Κυθραιώτης, ο πρώτος σκόρερ με 5 γκολ.

Το 1972-73 η δικτατορία αισθάνθηκε άβολα όταν πρωταθλήτρια Κύπρου αναδείχθηκε η Ομόνοια. Λόγω των κομμουνιστικών καταβολών της, δέχτηκε ανηλεή πόλεμο και οι διαιτησίες που βρήκε ξεπερνούσαν την πιο άγρια φαντασία. Έχασε στη Λεωφόρο από τον Παναθηναϊκό με 4-2, αν και νικούσε με 2-0, λύγισε δύσκολα απέναντι στην Παναχαϊκή και πάλεψε με την ΑΕΚ και τον Άρη παρότι δεν είχε σε κανένα ματς ευνοϊκή αντιμετώπιση. Κατάφερε, πάντως να πάρει ισοπαλία 1-1 από τον πρωταθλητή Ολυμπιακό στο Στάδιο Καραϊσκάκη, μία από τις δύο μόνο απώλειες που είχε η ομάδα του Πειραιά στην έδρα της εκείνη την χρονιά.

Στα αρνητικά της η μία μόλις νίκη που σημείωσε (1-0 με την Καβάλα), ρεκόρ που παρέμεινε μέχρι το 1998-99 όταν η τραγική πορεία του Εθνικού με μηδέν νίκες την έβγαλε από την μαύρη λίστα! Ο ΑΠΟΕΛ, την ίδια σεζόν 1972-73, κατακτούσε εύκολα το νταμπλ και ετοιμαζόταν να γίνει η πέμπτη ομάδα που θα προσπαθούσε να πραγματοποιήσει το έως τότε ακατόρθωτο, δηλαδή να παραμείνει στην κατηγορία.

Όταν ο πρόεδρος του ΑΠΟΕΛ Μιχάλης Ζιβανάρης δήλωσε στις 15 Ιουλίου 1973 ότι «ο ΑΠΟΕΛ θα μείνει στην Α’ Εθνική» λίγοι συμφώνησαν μαζί του. Ίσως και ο αρχιτέκτονας της ομάδας, ο δάσκαλος Πάνος Μάρκοβιτς να είχε τους δισταγμούς του παρά το γεγονός ότι πάντοτε δήλωνε ότι «Ο ΑΠΟΕΛ θα γίνει πανίσχυρη ομάς».

Η αλήθεια είναι ότι η γαλαζοκίτρινη στρατιά πραγματοποίησε εξαιρετική πορεία, επιτυγχάνοντας 11 νίκες (όλες εντός έδρας)  και σε συνάρτηση με 5 ακόμα ισοπαλίες που απέσπασε συγκέντρωσε 27 βαθμούς (βαθμολογικό σύστημα 2-1-0), κατακτώντας τη 13η θέση και εξασφαλίζοντας σε μπαράζ με τον Ολυμπιακό Βόλου και τον Πανσερραϊκό την παραμονή του. Αστέρι της ομάδας ήταν ο Ανδρέας Στυλιανού, ο οποίος με 14 τέρματα είχε καταταγεί πέμπτος στον πίνακα των σκόρερ, ενώ στυλοβάτης της πορείας της ομάδας ήταν ο μετέπειτα γκολκίπερ του Άρη Γιώργος Παντζιαράς, ο οποίος δέχτηκε μόλις 48 γκολ σε 34 αγώνες. Ακόμη, ξεχώρισε ο Τιμοθέου που αργότερα απέκτησε η ΑΕΚ και παραχώρησε στον Απόλλωνα Αθηνών ως αντάλλαγμα για τον Αρδίζογλου. Στη Ριζούπολη ο Τιμοθέου βοήθησε για χρόνια και αγαπήθηκε από τον κόσμο της «Ελαφράς Ταξιαρχίας».

Δυστυχώς ο ΑΠΟΕΛ δεν κατάφερε να δρέψει τους καρπούς της μεγάλης αυτής πορείας, καθώς το πραξικόπημα που οργάνωσε η χούντα για ανατροπή του Μακαρίου άνοιξε τον δρόμο για την εισβολή των Τούρκων στην Κερύνεια και την Αμμόχωστο στις 20 Ιουλίου του 1974. Η επιτυχία αυτή του «θρύλου» της Κύπρου παρέμενε ως μία από τις πιο λαμπερές σελίδες της ιστορίας του, μέχρι να ξεπεραστεί με την πορεία μέχρι τα προημιτελικά του Champions League αποκλείοντας μάλιστα την Λυών στα πέναλτι το 2012. Η ομάδα του Γιοβάνοβιτς έκανε τότε  μια τεράστια επιτυχία- παράσημο για τον ΑΠΟΕΛ. Εκείνη η περίοδος των επτά χρονών που έπαιξαν οι κυπριακές ομάδες στο ελληνικό πρωτάθλημα είναι και μία ευκαιρία για σκέψη σε εμάς εδώ, για το πως καταφέρει η Κύπρος όχι μόνο να κλείσει εκείνη την τεράστια ψαλίδα αλλά σήμερα έχω την εντύπωση ότι αν έπαιζε ξανά η κυπριακή πρωταθλήτρια στην ελληνική Super League  θα ήταν ανάμεσα στις πρώτες θέσεις που οδηγούν στα play off!

Και αυτό πρέπει να μας απασχολήσει πραγματικά και να μας κάνει να προβληματιστούμε! Το ότι πρέπει να μελαγχολήσουμε είναι βέβαιο!

Ροη ειδησεων
Κλεισιμο