Ο μαφιόζος (πρώην) προπονητής της Ντινάμο Ζάγκρεμπ καταδικάστηκε σε φυλάκιση!

Στις 16 Μαρτίου 2021 το Ανώτατο Δικαστήριο της Κροατίας καταδίκασε τον Ζόραν Μάμιτς, τον μεγαλοατζέντη αδερφό του, Ζντράβκο, και τον πρώην εκτελεστικό διευθυντή της ποδοσφαιρικής ομοσπονδίας της Κροατίας, Νταμίρ Βρμπάνοβιτς, για την περιβόητη υπόθεση διαφθοράς που ταλανίζει το σύλλογο εδώ και δεκαετίες και του έχει κοστίσει εκατομμύρια ευρώ, τα οποία υπεξαιρούσε με διάφορες μεθόδους η οικογένεια Μάμιτς.

«Αν και δεν αισθάνομαι ένοχος, αποδέχομαι την τελική ετυμηγορία και παραιτούμαι από προπονητής και αθλητικός διευθυντής της Ντινάμο. Εύχομαι καλή τύχη στο σύλλογο στο μέλλον», ήταν η δήλωση του Μάμιτς που ανέβηκε στην ιστοσελίδα της μόνιμης πρωταθλήτριας Κροατίας.Τη θέση του (και στους δύο ρόλους) πήρε ο βοηθός του, Ντάμιρ Κρζναρ.

 

Το χρονικό της υπόθεσης

Το 2003, ένα από τα πρώην στελέχη των Bad Blue Boys, του νο1 συνδέσμου οπαδών της Ντινάμο Ζάγκρεμπ και κατ' επέκταση της Κροατίας, αποφάσισε να αναλάβει τις τύχες του συλλόγου. Ο Ζντράβκο Μάμιτς, γεννημένος στο Μπιέλοβαρ της κεντρικής Κροατίας από Βόσνιους γονείς, ήταν μία «σκοτεινή» φιγούρα της τοπικής κοινωνίας, με πολλές διασυνδέσεις.

Στο χώρο του ποδοσφαίρου, ο προπονητής της Ντινάμο και αργότερα της Κροατίας, στη μεγάλη πορεία της μέχρι την 3η θέση του Παγκοσμίου Κυπέλλου 1998, Μίροσλαβ Μπλάζεβιτς, ήταν η δίοδός του ώστε να ασχοληθεί ως μεσάζοντας σε μεταγραφές και άλλα deals. Το 2003 ανέλαβε εκτελεστικός διευθυντής της Ντινάμο, η οποία από το 2005-2006 και για 11 σεζόν δεν έχασε πρωτάθλημα.

Αυτές οι δύο συνθήκες έμοιαζαν άρρηκτα συνδεδεμένες. Ο Μάμιτς είχε ανέλθει στην ιεραρχία της ελίτ του Ζάγκρεμπ, έχοντας επαφές πλέον με μεγάλους επιχειρηματίες, δικαστικούς, ανθρώπους του υποκόσμου, μέχρι και με πολιτικούς. Η τέως πρωθυπουργός της χώρας, Κολίντα Γκράμπαρ Κιτάροβιτς, η οποία έκλεψε την παράσταση στην πορεία της εθνικής ομάδας μέχρι τον τελικό του Παγκοσμίου Κυπέλλου 2018, παραδέχθηκε ότι ο Μάμιτς χρηματοδότησε μέρος της καμπάνιας για τον προεκλογικό αγώνα της.

 

Επηρέαζε τα πάντα

Η επιρροή του εκτεινόταν μέχρι την ομοσπονδία, στην οποία φέρεται να ανεβοκατέβαζε διοικούντες, να είχε λόγο στην επιλογή ομοσπονδιακών τεχνικών, ακόμα και να επιλέγει τον πρόεδρο. Ο νυν επικεφαλής της ομοσπονδίας, Ντάβορ Σούκερ, εμφανίζεται ως στενός φίλος του Μάμιτς (έως και «μαριονέτα» του), με συνέπεια αρκετοί φίλαθλοι να έχουν στραφεί εναντίον του άλλοτε ινδάλματός τους. Η εθνική ομάδα, δε, λειτουργούσε ως... παρακλάδι της Ντινάμο, με παίκτες ανεξαρτήτως ηλικίας ή ικανότητας να παίρνουν διεθνείς συμμετοχές, ώστε στη συνέχεια να πωληθούν πανάκριβα σε συλλόγους του εξωτερικού.

Αυτό το «σύστημα Μάμιτς» επηρέαζε όλη την ποδοσφαιρική κοινότητα της χώρας. Η Ντινάμο δεν είχε πλέον αντίπαλο στην Κροατία κι αν ένας πατέρας ήθελε το παιδί του να έχει ελπίδες να αναδειχθεί, έπρεπε να υποκύψει στα «θέλω» του Ζντράβκο Μάμιτς και του αδερφού του, Ζόραν, ο οποίος από ποδοσφαιριστής έγινε ατζέντης και ακολούθως προπονητής. Σε περίπτωση που δεν συνεργαζόταν, ο νεαρός παίκτης... εξαφανιζόταν από το κροατικό ποδόσφαιρο.

Αν δεν χωρούσε στην Ντινάμο, υπήρχε η Λοκομοτίβα Ζάγκρεμπ, η οποία λειτουργούσε υπό το ίδιο ιδιοκτησιακό καθεστώς, κάτι που δεν την εμπόδιζε να αγωνιστεί και στην ίδια κατηγορία με την Ντινάμο, παρότι το απαγόρευαν οι κανονισμοί. Ο Μάμιτς βρήκε ένα «παραθυράκι» και συνέχισε να ελέγχει και τους δύο συλλόγους.

 

«Θύμα» ο Μόντριτς, τον κατήγγειλε ο Εντουάρντο

Ο Μόντριτς ήταν ένα από τα παιδιά του συστήματος. Γαλουχήθηκε στις ακαδημίες της Ζαντάρ, ωστόσο για να βρει ποδοσφαιρική διέξοδο, μετακινήθηκε στις ακαδημίες της Ντινάμο το 2002 κι ένα χρόνο αργότερα έκανε ντεμπούτο με την πρώτη ομάδα και άρχισε να καλείται και στις «μικρές» εθνικές Κροατίας.

Όπως αποκαλύφθηκε χρόνια μετά, η μετακίνηση στην κροατική πρωτεύουσα δεν ήταν μοναδική προϋπόθεση να κάνει καριέρα. Ο Μάμιτς έβαζε τους νεαρούς παίκτες της Ντινάμο να υπογράψουν ιδιωτικό συμφωνητικό, το οποίο όριζε πως, όταν πουληθούν σε σύλλογο του εξωτερικού, θα εισέπραττε ποσοστό των χρημάτων που είχε λαμβάνειν ο παίκτης (πριμ μεταγραφής, μισθοί κλπ.).

Μάλιστα, με τον γιο του να εργάζεται ως ατζέντης, αρκετές φορές αναλάμβανε αυτός τις διαπραγματεύσεις με ξένους συλλόγους και η οικογένεια Μάμιτς γνώριζε εξ αρχής τα ποσά που αντιστοιχούσαν στην Ντινάμο, στον ποδοσφαιριστή και στην ίδια. Όταν ο Μόντριτς πήρε μεταγραφή στην Τότεναμ το καλοκαίρι του 2008 για 21.000.000 ευρώ, οι Άγγλοι θα του έδιναν και 11.000.000 ως πριμ υπογραφής. Μόνο που το συμφωνητικό που είχε υπογράψει ο παίκτης με τον Μάμιτς προέβλεπε ένα μέρος του πριμ να καταλήξει στις τσέπες του Κροάτη παράγοντα για τις 'υπηρεσίες' του όλο αυτό το διάστημα. Ο Μόντριτς εισέπραξε τελικά 1.900.000 και τα υπόλοιπα χρήματα κατέληξαν στον Μάμιτς, αφού στη συμφωνία τους προέβλεπε ο Κροάτης μέσος να επιστρέψει το 80% των όποιων απολαβών του.

Ο Εντουάρντο ντα Σίλβα, ο πολιτογραφημένος Κροάτης και συμπαίκτης του Μόντριτς στην Ντινάμο, πριν πωληθεί στην Άρσεναλ το καλοκαίρι του 2007, είχε συνάψει μία παρόμοια δυσχερή συμφωνία με τον Μάμιτς, την οποία επιχείρησε να «σπάσει» το 2009. Έχοντας υποστεί μεγάλο πλήγμα στην καριέρα του έπειτα από σοβαρό τραυματισμό, έβλεπε τις πιθανότητες να βγάλει χρήματα από το άθλημα να εξανεμίζονται, αφού υποχρεωνόταν να καταβάλει τεράστια ποσοστά στον Μάμιτς από τις απολαβές του. Η υπόθεση οδηγήθηκε στο δικαστήριο και παρότι η πλευρά Μάμιτς επιχείρησε να επηρεάσει τους δικαστικούς αξιωματούχους, ο Εντουάρντο κέρδισε την υπόθεση.

 

Άλλαξαν τις καταθέσεις τους

Η πρακτική του Μάμιτς συνεχίστηκε μέχρι το 2015, όταν διώχθηκε για φοροδιαφυγή, αφού τα έσοδα από τα ποσοστά των παικτών που έφευγαν από την Ντινάμο δεν δηλώνονταν στις αρμόδιες αρχές. Η αστυνομία τον συνέλαβε και του απαγγέλθηκαν κατηγορίες, ύστερα από τις καταθέσεις ορισμένων μαρτύρων-«κλειδιά». Ένας τέτοιος ήταν και ο Μόντριτς, ο οποίος αποκάλυψε στους αστυνομικούς όλα τα δεινά που υπέστη από τους εκβιαστικούς όρους του Μάμιτς και τα οποία τον κατέτρυχαν ακόμα και τότε, όντας ήδη πρωταθλητής Ευρώπης με τη Ρεάλ από τη σεζόν 2013-2014.

Μόνο που λίγο αργότερα, τον Ιούνιο του 2017, ο Μόντριτς άλλαξε την ένορκη κατάθεσή του και υποστήριξε τα αντίθετα από όσα είχε ισχυριστεί εις βάρος του Μάμιτς. Μαζί του και ο Ντέγιαν Λόβρεν, ο οποίος αρχικά είχε καταθέσει κι αυτός εναντίον του Μάμιτς, όμως άλλαξε την ιστορία του και υπερασπίστηκε τα δύο αδέρφια. Αμφότεροι κινδύνεψαν με φυλάκιση 5 ετών για ψευδορκία, αλλά τελικά η υπόθεσή τους κατέληξε στο αρχείο.

 

Η πρώτη καταδικαστική απόφαση

Οι νέες καταθέσεις δεν απήλλαξαν τους αδερφούς Μάμιτς και τους συνεργούς τους. Ο Ζντράβκο Μάμιτς καταδικάστηκε στις αρχές Ιουνίου 2018 σε 3 χρόνια φυλάκιση για μία κατηγορία και 4 χρόνια για μία δεύτερη που αντιμετώπιζε στην ίδια υπόθεση. Η ποινή συμψηφίστηκε σε 6,5 έτη, ωστόσο ο 58χρονος επιχειρηματίας βρίσκεται στη Βοσνία, αξιοποιώντας τη διπλή υπηκοότητα που διαθέτει, με συνέπεια να μην μπορεί να φυλακιστεί μέχρι την έφεση, αφού η χώρα δεν έχει υποχρέωση έκδοσής του.

«Καταδικάζετε έναν αθώο άνθρωπο. Αυτά τα τέρατα δεν θα κοιμούνται ήσυχα πλέον», δήλωσε από το Μετζουγκόρτζε, όπου ταξίδεψε μερικές μέρες πριν από την ετυμηγορία για να ησυχάσει, όπως πρόσθεσε. Μία εβδομάδα μετά, παραχώρησε συνέντευξη Τύπου από τη Βοσνία, στην οποία υποστήριξε για την απουσία του από τη δίκη στο Όσιγεκ: «Δεν είμαι δειλός, αλλά δεν είμαι και μαζοχιστής».

Ο αδερφός του, Ζόραν, καταδικάστηκε για μίζες από τις μεταγραφές του Μόντριτς στην Τότεναμ και του Λόβρεν στη Λιόν. Ο πρώην τεχνικός του Μάρκους Μπεργκ στην Αλ Αΐν των ΗΑΕ κατηγορήθηκε ότι πήρε το 50% των χρημάτων που πλήρωσαν οι δύο σύλλογοι και μαζί με τον αδερφό του υπεξαίρεσαν 15.600.000 και απέφυγαν καταβολή φόρου ύψους 1.500.000. Η αρχική ποινή φυλάκισης για τον Ζόραν Μάμιτς φτάνει τα 4 έτη και 11 μήνες, ανώτατο όριο στο κροατικό δίκαιο, ώστε να έχει ανασταλτικό χαρακτήρα μέχρι την έφεση.

Για την ίδια υπόθεση καταδικάστηκε σε 3 χρόνια φυλάκισης για φοροδιαφυγή 1.600.000 και διακίνηση των χρημάτων που υπεξαίρεσαν οι Μάμιτς ο πρώην διευθυντής της κροατικής ομοσπονδίας, πρώην στέλεχος της Ντινάμο και της UEFA, Ντάμιρ Βρμπάνοβιτς, ο οποίος καθόταν δίπλα στην τέως πρόεδρο της Κροατίας στα γήπεδα της Ρωσίας, λίγες ημέρες μετά την καταδίκη του σε πρώτο βαθμό. Τέλος, καταδικαστική ήταν η απόφαση και για τον Μίλαν Πέρναρ, εφοριακό που διευκόλυνε τη διαδικασία υπεξαίρεσης των αδερφών Μάμιτς (4 χρόνια και 2 μήνες).

 

Η τελική ετυμηγορία

Σχεδόν 30 μήνες πέρασαν από την ανακοίνωση της πρωτόδικης απόφασης. Η κροατική δικαιοσύνη κινείται με ρυθμούς χελώνας και δη όταν αφορά πρόσωπα με ισχύ. Εν τέλει, η έφεση εκδικάστηκε, με τα αδέρφια Μάμιτς και τους συνεργούς τους να εμμένουν στην αθωότητά τους.

Ο Ζντράβκο Μάμιτς το πράττει πάντα δια του πληρεξούσιου δικηγόρου του, αφού δεν έχει εγκαταλείψει τη Βοσνία, όπου κατοικεί και στην οποία βρέθηκε, όταν ένας πρώην διαιτητής ποδοσφαίρου άκουσε «κατά λάθος» ορισμένους δικαστές να συζητούν την αρχική ετυμηγορία την ημέρα των ανακοινώσεων, όπως αποκάλυψε παλαιότερα στη σελίδα του στο facebook.

Δεν άλλαξαν πολλά πράγματα σε δεύτερη βαθμό. Η ποινή του Ζντράβκο Μάμιτς έμεινε ως είχε (6,5 έτη κάθειρξης), όμως ως κάτοχος βοσνιακής υπηκοότητας, δεν είναι υποχρεωτικό να εκδοθεί στην Κροατία. Η ποινή του Ζόραν Μάμιτς έπεσε κατά 3 μήνες (4 έτη και 8 μήνες), του Βρμπάνοβιτς παρέμεινε ίδια (3 έτη) και του Πέρναρ έπεσε κατά 1 έτος (3 έτη και 2 μήνες).

Με βάση την κροατική νομοθεσία, όλοι οι καταδικασθέντες που... διαμένουν ακόμα στη χώρα μπορούν να αισθάνονται ασφαλείς, αφού κάθε ποινή κάτω των 5 ετών είναι εξαγοράσιμη.

Ροη ειδησεων
Κλεισιμο