Στιγμές από τη μεγάλη πορεία και τους σημαντικούς σταθμούς στη ζωή του εμβληματικότερου Έλληνα τερματοφύλακα.
Στον κόσμο του marketing λένε ότι μια εταιρεία βιώνει την απόλυτη επιτυχία όταν το όνομά της γίνεται συνώνυμο με το προϊόν που παράγει. Κάπως έτσι η ελληνική κοινωνία των προηγούμενων δεκαετιών για μεγάλες περιόδους δεν έλεγε «οδοντόκρεμα» αλλά «κολινός», δεν έλεγε τρυπάνι αλλά «μπλακ & ντέκερ», δεν έλεγε ντοματοχυμό αλλά «κύκνος». Και τόσα άλλα.
Και με τα πρόσωπα συμβαίνει το ίδιο. Για πάνω από μία δεκαετία οι Έλληνες ποδοσφαιρόφιλοι (και οι πιτσιρικάδες στις αλάνες που δεν έλεγαν «καλός τερματοφύλακας», αλλά «Σαργκάνης». Ποια καλύτερη απόδειξη ότι ο 70χρονος Νίκος Σαργκάνης, που έφυγε το πρωί της Κυριακής 8 Δεκεμβρίου από τη ζωή, μας άφησε μόνο βιολογικά; Όταν έχεις αφήσει τόσο βαθύ το αποτύπωμά σου σ’ έναν χώρο, δεν ξεχνιέσαι. Ούτε πρόκειται να ξεχαστείς εις τους αιώνας των αιώνων.
Πόσο μάλλον όταν έχεις πετύχει κάτι που στην διαμορφωμένη κουλτούρα του ελληνικού ποδοσφαίρου μοιάζει, δυστυχώς, αδιανόητο: Να σε παραδέχονται (όσο ζούσες) και να σε αποχαιρετούν τώρα με την ίδια συγκίνηση οι οπαδοί και των δύο αιώνιων. Να έχεις ξεχωριστή θέση στο πάνθεον και των δύο συλλόγων. Ποιος άλλος το’ χει καταφέρει; Κανείς.
Διότι ο Νίκος Σαργκάνης δεν ήταν απλά ένας καλός, ένας ξεχωριστός ποδοσφαιριστής. Δεν είχε απλά καλά αντανακλαστικά, άλμα, αντίληψη και γενναιότητα. Ήταν η προσωπικότητά του που τον έκανε να ξεχωρίζει. Αυτή η απλότητα που μοιάζει εύκολη και τελικά είναι τόσο δύσκολη. Αυτή η ακεραιότητα του χαρακτήρα του. Αυτή η άρνησή του να πουλήσει οπαδιλίκι και να χαϊδέψει αυτιά και μάτια. Αυτός ο παροιμιώδης επαγγελματισμός, που τον ακολούθησε ως το τέλος της μεγάλης του καριέρας. Αυτά τον έκαναν ΤΕΡΑΣΤΙΟ, όχι τόσο τα ρεφλέξ και το ότι, σαν γκολκίπερ, ήταν χρόνια μπροστά από την εποχή του.
Ένας από τους μύθους που ακολούθησαν τη ζωή του είναι ότι ο Σαργκάνης δεν είχε σχέση με τη θέση του τερματοφύλακα και πιέστηκε στην αρχή της καριέρας του να παίξει εκεί. Η αλήθεια είναι ότι από τα χωράφια της Ραφήνας και τις αλάνες του Ζωγράφου (εκεί που βρίσκεται η Πανεπιστημιούπολη), όπου μετακόμισε σε ηλικία 8 ετών με την οικογένειά του, έπαιζε πολύ συχνά «τέρμα». Κι όπως όλοι οι πιτσιρικάδες, είχε υιοθετήσει και παρατσούκλι: Σάββας Θεοδωρίδης.
Οι Νέοι Ζωγράφου, ο Ηλυσιακός και η Καστοριά
Στου Ζωγράφου μια παρέα νεαρών κι ένας από τους μπαμπάδες, επαγγελματίας της περιοχής, δημιουργούν τους «Νέους Ζωγράφου». Μια ερασιτεχνική ομάδα που είχε τόσο ταλέντο, ώστε έπαιζε και φιλικούς αγώνες μέχρι και το Λουτράκι και τη Θήβα! Η ομάδα αυτή δεν απέκτησε ποτέ μητρώο στην ΕΠΣΑ και τα παιδιά σιγά-σιγά απορροφήθηκαν από τον Αστέρα Ζωγράφου και τον Ηλυσιακό, τις «μεγάλες» ομάδες της περιοχής.
Ο Σαργκάνης δεν παίζει τερματοφύλακας στους αγώνες, διότι θέλει να αγωνίζεται. Η θέση είναι «καπαρωμένη» από κάποιος εμπειρότερο. Βρίσκει, όμως, την ευκαιρία να καθιερωθεί, σε ηλικία μόλις 16 ετών, το 1970. Σε ματς του Ηλυσιακού με τον Αστέρα Καισαριανής η ομάδα ισοφαρίζεται στο τέλος σε 2-2 με δύο απανωτά λάθη του γκολκίπερ. Ο προπονητής Χρήστος Ρίμπας, παλαίμαχος διεθνής γκολκίπερ της ΑΕΚ κι αυτός, είναι έξαλλος. Στην επόμενη προπόνηση ο Σαργκάνης του ζητάει να τον δοκιμάσει στο τέρμα. Αυτό ήταν.
Ως τότε, βέβαια, δεν του’ χε περάσει από το μυαλό η ποδοσφαιρική καριέρα, άλλωστε εκτός ελάχιστων εξαιρέσεων το ποδόσφαιρο δεν εγγυάται πολλά λεφτά. Σπουδάζει ηλεκτρολογία, βοηθάει τον πατέρα του ως συντηρητής των εγκαταστάσεων του Κολλεγίου Αθηνών και σε οικοδομές, και παράλληλα προπονείται. Από εκεί λέει ότι απέκτησε μια υπερφυσική, θα’ λεγε κανείς, δύναμη στα χέρια.
Η φήμη του πια έχει απλωθεί, δεδομένου ότι εκτός από τα αντανακλαστικά και τη γενναιότητά του να βουτάει στα ξερά γήπεδα της Β’ Εθνικής, προσφέρει και μια εναλλακτική πρόταση: Παίζει με τη μπάλα στα πόδια, οργανώνει επιθέσεις με μακρινές «χεριές» που φτάνουν μέχρι το κέντρο, κάτι που δεν το έκαναν ούτε οι μεγάλοι γκολκίπερ της εποχής.
Την περίοδο 1976-77, στα 23 του πια, στα προσόντα του προστίθεται και η ωριμότητα. Ο Ηλυσιακός μένει σχεδόν μέχρι το τέλος στη διεκδίκηση του τίτλου στη Β’ Εθνική στον Νότιο Όμιλο και η Καστοριά κάνει την κίνησή της: Προσφέρει στον Ηλυσιακό 4,5 εκ. δρχ. (ποσό πολύ μεγάλο για παίκτη Β’ Εθνικής και κυρίως για τερματοφύλακα) και στον Σαργκάνη την ευκαιρία να ζήσει από το ποδόσφαιρο, έστω και σε μία νέα πόλη.
Η νύχτα που έγινε «Φάντομ»
Οι ποδοσφαιρόφιλοι της Α’ Εθνικής τον γνωρίζουν. Το πανελλήνιο τον μαθαίνει το 1980 σε δύο φάσεις: Η Καστοριά κατακτά το Κύπελλο Ελλάδας (η πρώτη επαρχιακή ομάδα που το κατάφερε) μ’ αυτόν στο τέρμα. Το καλοκαίρι έρχεται μεταγραφή στον Ολυμπιακό, ο οποίος βέβαια έχει στις τάξεις του τον διεθνή Χρήστο Αρβανίτη κι έχει κατακτήσει το πρώτο επαγγελματικό πρωτάθλημα.
Ο Πολωνός προπονητής Γκόρσκι ξεκινάει τη σεζόν με τον Αρβανίτη βασικό και τον Σαργκάνη στον πάγκο, αλλά σύντομα αλλάζει γνώμη. Ο Σαργκάνης γίνεται βασικός και πριν προλάβει να «ζεσταθεί» στα ερυθρόλευκα δοκάρια έρχεται η πρώτη κλήση στην εθνική από τον Αλκέτα Παναγούλια. Για το ιστορικό ματς με τη Δανία στην Κοπεγχάγη (15/10/1980).
Η Ελλάδα είχε αγωνιστεί στην τελική φάση του Κυπέλλου Εθνών Ευρώπης με δίδυμο γκολκίπερ τον Βασίλη Κωνσταντίνου και τον Λευτέρη Πουπάκη. Ο Κωνσταντίνου κρίνεται ανέτοιμος λόγω τραυματισμού, στη Δανία ταξιδεύει ο Πουπάκης για βασικός και ο Σαργκάνης για την εμπειρία. Στην τελευταία προπόνηση τραυματίζεται ο Πουπάκης, ο Κωνσταντίνου μπαίνει στο αεροπλάνο, αλλά ο Αλκέτας έχει πάρει την απόφασή του: Κάτω από τα δοκάρια ο Σαργκάνης. Του το λέει, και ο Σαργκάνης μιλάει με τις ώρες στο τηλέφωνο με την οικογένειά του στην Αθήνα για να πάρει θάρρος.
Τα τηλεφωνήματα του κοστίζουν σχεδόν 8.000 κορώνες, ποσό… μυθικό για την εποχή, αλλά κανείς δεν ασχολήθηκε μ’ αυτό. Στο ντεμπούτο του κατεβάζει τα ρολά και η Ελλάδα νικάει 1-0, μια νίκη-σταθμός στην ποδοσφαιρική μας ιστορία, έστω κι αν δεν μας οδήγησε στην τελική φάση του Μουντιάλ 1982.
Τα πρωτοσέλιδα των δανέζικων εφημερίδων κάνουν λόγο για «φάντομ» και για «τερματοφύλακα με 100 χέρια». Ανάλογη δήλωση έκανε και ο Σεπ Πιόντεκ, ο Γερμανός εμβληματικός προπονητής των Δανών. Εκεί εκτοξεύθηκε ο μύθος του Σαργκάνη. Δεν υπήρχε γυρισμός. Τη θέση του βασικού στον Ολυμπιακό την καπάρωσε για την επόμενη πενταετία, με απολογισμό τρία πρωταθλήματα (1980-81, 1981-82, 1982-83) και ένα κύπελλο (1980-81).
Στην τελευταία του χρονιά στον Ολυμπιακό ζητάει να εκτελεί πέναλτι. Η ψυχραιμία του και η αποτελεσματικότητά του στις προπονήσεις πείθουν τον προπονητή Γκέοργκ Κέσλερ να του δώσει την ευθύνη (την ίδια ώρα που στην ομάδα βρίσκονταν Αναστόπουλος-Μητρόπουλος). Σημειώνει τέσσερα γκολ, τα τρία από την άσπρη βούλα (το τέταρτο πέναλτι αποκρούστηκε και σκόραρε στην επαναφορά, με τη μπάλα «ζωντανή», οπότε δεν μετράει ως χτύπημα).
Το καλοκαίρι του 1985 προχωράει σε μια κίνηση απρόσμενη: Κάνει χρήση της «πενταετίας» και συμφωνεί με τον αιώνιο αντίπαλο Παναθηναϊκό. Έλεγε ότι δεν του φέρθηκαν σωστά, τον θεωρούσαν δεδομένο και τον υποτίμησαν. Στον Παναθηναϊκό, όπως είναι φυσικό, καθιερώνεται αμέσως και στην «ώριμη» πενταετία που ακολούθησε κατέκτησε δύο πρωταθλήματα (1985-86, 1989-90) και τρία Κύπελλα Ελλάδας (1985-86, 1987-88, 1988-89).
Ο εμβληματικός τελικός του 1988 εναντίον του Ολυμπιακού παραμένει μια μεγάλη στιγμή για τον ίδιο. Ο τίτλος κρίνεται στα πέναλτι, ο Σαργκάνης σκοράρει και αποκρούει δύο πέναλτι, σφραγίζει τον τίτλο με την παρουσία του και «απαντά» με τον καλύτερο τρόπο στην βρώμικη φημολογία περί δωροδοκίας του, σε μια εποχή της απόλυτης καχυποψίας για το ελληνικό ποδόσφαιρο.
Την τελευταία του χρονιά στον Παναθηναϊκό μοιράζεται τη θέση με τον Γιώργο Αμπαδιωτάκη. Μετά από την πενταετία στους «πράσινους» συμφωνεί με τον Αθηναϊκό. Εκεί «καπαρώνει» τη θέση παρά την προχωρημένη ηλικία του και συμβάλλει στη μεγαλύτερη επιτυχία του συλλόγου, τη συμμετοχή στον τελικό του Κυπέλλου Ελλάδας και την αυτόματη πρόκρισή του στο Κύπελλο Κυπελλούχων, όπου η μοίρα τον φέρνει αντιμέτωπο με τη Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ. Επικοί οι αγώνες, ο Αθηναϊκός αποκλείεται στην παράταση του δεύτερου ματς.
Την καριέρα του την έκλεισε τη σεζόν 1991-92, όπου έχασε μεν τη θέση του βασικού στο πρωτάθλημα από τον Γιώργο Δάφκο, αλλά με τον απαράμιλλο επαγγελματισμό του έγινε παράδειγμα προς μίμηση για όλους.
Η συνέχεια ήταν χαμηλών τόνων. Έγινε προπονητής τερματοφυλάκων, είδε δική του ακαδημία, αλλά δεν ακολούθησε απολύτως επαγγελματικά αυτό τον χώρο, προτίμησε να έχει επαφή με νέα παιδιά και να τους μαθαίνει την θέση. Ο γάμος του με την καλλονή (β» Μις Ελλάς 1986) Στελίνα Τζάννου έληξε με εξαιρετικά ήπιο τρόπο, και πολλές φορές ο Νίκος Σαργκάνης σε συνεντεύξεις του υποβάθμιζε τις αθλητικές του επιτυχίες λέγοντας ότι το σημαντικότερο πράγμα στη ζωή του ήταν οι δύο του κόρες, η Καλομοίρα-Μαρία και η Μιρέλλα.
Υπήρξε μια παρουσία που ενέπνεε τον σεβασμό πάνω απ’ όλα. Υποδειγματική στον τρόπο που χειρίστηκε τις καταστάσεις και τις σχέσεις του με το ποδόσφαιρο, τους παράγοντες, τους συμπαίκτες του, αλλά κυρίως με τον κόσμο. Κι αυτό είναι ένα παράσημο που το κερδίζουν μόνο οι μεγάλοι.