ι περισσότεροι θα πουν «Τα χρόνια της απόλυτης κυριαρχίας με την Φεράρι». Λογικό: ο άνθρωπος επανέφερε στην κορυφή του μηχανοκίνητου κόσμου την πιο ιστορική ομάδα σ’ ολόκληρο το grid και παρέμειναν εκεί για μια ολόχρυση πενταετία.
Κάποιοι, πιο «εναλλακτικοί», ίσως να επέλεγαν τη διετία στην Μπένετον- τότε που οδηγώντας όχι το (ξεκάθαρα) ταχύτερο μονοθέσιο και μέσα από έναν οδηγικό κυκεώνα μαύρων σημαιών, αποκλεισμών, αμφιλεγόμενων αποφάσεων, κέρδισε τους δύο (πανάξιους, πάντως) πρώτους τίτλους του.
Ορισμένοι ελάχιστοι ίσως και να επιλέξουν το 2006, όταν προσπάθησε να κάνει την ανατροπή του αιώνα στον δρόμο για το 8ο στέμμα, όμως η προσπάθειά του έμεινε ημιτελής λόγω του εκνευριστικά αποτελεσματικού Φερνάντο Αλόνσο.
Ωστόσο κανείς -ή, έστω, σχεδόν κανείς- δεν πρόκειται να επιλέξει την τριετία της Μερσέντες, τότε που η επιστροφή του κορυφαίου πιλότου όλων των εποχών (μαζί με τον Σένα) στην ενεργό δράση δεν συνοδεύτηκε όχι από πρωταθλήματα, αλλά ούτε καν από μία νίκη.
«Σχεδόν», δηλαδή, γιατί υπάρχει και ο άγνωστος υπογράφων, ο οποίος ερωτεύτηκε έτι περαιτέρω των Μίκαελ Σουμάχερ από το 2010 έως και το 2012.
Ο λόγος, απλός: ο Γερμανός είχε αφήσει πίσω του το πολύ σκληρό προσωπείο που κουβαλούσε τα χρόνια της απόλυτης δόξας του -τότε που έκανε ακόμα και… ντου στον Κούλθαρντ όταν θεώρησε ότι πάτησε επίτηδες φρένο, όπως στο Σπα το 1998- και είχε «μαλακώσει» πολύ περισσότερο, μιας και ήξερε πως έκανε το comeback απλά και μόνο επειδή δεν μπορούσε να κρατηθεί μακριά από την αέναη αδρεναλίνη που προσφέρει η F1.
Ο «Σούμι» ήταν ένας πολύ πιο γλυκός και ανοιχτός σούπερ σταρ απ’ ό,τι τις περιόδους που μαχόταν για το πρωτάθλημα, κάνοντας πάρα, μα πάρα πολύ κόσμο ν’ αναθεωρήσει (είναι κοινό μυστικό πως ο Σουμάχερ είχε τους πιο φανατικούς υποστηρικτές αλλά και τους περισσότερους haters από οποιονδήποτε άλλο πιλότο στα χρονικά- μέχρι εκείνο το καταραμένο μεσημέρι στις χιονισμένες Άλπεις…).
Ο λόγος της μεταστροφής αυτής των οπαδών είχε να κάνει με το γεγονός πως ο Σουμάχερ δεν προσποιείτο πως είναι αυτός ο «καλοκάγαθος» και συμπαθής τύπος, αλλά πράγματι αυτός ήταν ο χαρακτήρας του, όπως έχουν δηλώσει κατά καιρούς όλοι όσοι συνεργάστηκαν μαζί του ανά τα χρόνια. Η μάσκα ήταν το πριν- ο σίφουνας που μάλωνε με τους πάντες προκειμένου να πετύχει τον στόχο του.
Το αποκορύφωμα της προαναφερθείσας… γλυκύτητας ήταν ο ακροτελεύτιος αγώνας του στην κορωνίδα του μηχανοκίνητου αθλητισμού, στην πίστα του Ιντερλάγκος το 2012.
Εκεί, στην Βραζιλία, ο Μίκαελ θα σταματούσε οριστικά και αμετάκλητα, στα 44 του χρόνια, ρίχνοντας τίτλους τέλους σε μια περίλαμπρη καριέρα που όμοιά της δεν είχαμε ξαναδεί- μέχρι να τον περάσει, σε απόλυτα νούμερα, ο Λιούις Χάμιλτον, δηλαδή.
Το μήνυμά του στο team radio λίγη ώρα πριν πάρει θέση στην γραμμή εκκίνησης-τερματισμού για να σβήσουν τα κόκκινα φώτα, είναι μια ωδή στην συνεργασία, στην συναδελφικότητα, στον σεβασμό προς τους θεατές και τους φίλους του σπορ.
«Παιδιά, θέλω να ευχαριστήσω όλους τους μηχανικούς, όλα τα παιδιά στην ομάδα», ξεκινάει το μονόλογό του ο Σούμι, που πάντοτε διατηρούσε στενότατη σχέση με το τιμ των ομάδων του και συζητούσε νυχθημερόν με τον κάθε μηχανικό ξεχωριστά.
«Ένα ευχαριστώ και στους φιλάθλους που μας ακολουθούν παντού στον κόσμο και στους τηλεθεατές που μοιράζονται το πάθος μας», συνεχίζει και, αίφνης, συσσωρευμένα σκουπιδάκια αρχίζουν να μπαίνουν στα μάτια μας.
Βέβαια, επειδή μιλάμε για τον Σουμάχερ, κλείνει με το «Και τώρα, πάμε να… παλέψουμε!», όμως η ανωτέρω εξομολόγηση είναι ό,τι καλύτερο έχουμε ακούσει, ενδεχομένως, από το στόμα του.
Το «αντίο» του 7 φορές παγκόσμιου πρωταθλητή έλαβε χώρα σαν σήμερα πριν από 10 ολόκληρα χρόνια. Δεν είχε σαμπάνια, δεν είχε βάθρο ούτε νίκη, δεν είχε την λάμψη του παρελθόντος.
Είχε, όμως, το καλύτερο απ’ όλα: ένα αγνό «ευχαριστώ».
Σ’ ευχαριστούμε, Μίχαελ.